-
1 урегулирование
ο διακανονισμός, η τακτοποίηση, η ρύθμιση, η διευθέτηση- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > урегулирование
-
2 взыскание
1. (наказание, выговор) η ποινή 2. (требование уплаты от кого-л.) η χρέωσ/η, η επιβάρυνση, η είσπραξη, οι κυρώσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взыскание
-
3 плата
-ы θ.πληρωμή καταβολή χρημάτων•плата долгов πληρωμή των χρεών•
производить -у κάνω πληρωμή, πληρώνω•
квартирная плата το νοίκι κατοικίας (διαμερίσματος)•
арендная -μίσθωση γης•
плата за вход πληρωμή εισόδου•
плата за работу πληρωμή εργασίας, τα εργατικά•
плата за маклерский труд τα μεσιτικά•
плата за извоз τα αμαξάδικα, τα μεταφορικά•
плата за нам το ενοίκιο•
плата за помол τα αλεστικά•
плата вперд η προκαταβολή•
поднная плата το ημερομίσθιο, το μεροκάματο.
|| μτφ. ανταπόδοση, αμοιβή, πληρωμή με το ίδιο νόμισμα. -
4 погашение
-я ουδ.απόσβεση• εξάλειψη, απάλειψη•погашение долгов απόσβεση των χρεών.